φιλοδέσποτος

From LSJ
Revision as of 16:37, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοδέσποτος Medium diacritics: φιλοδέσποτος Low diacritics: φιλοδέσποτος Capitals: ΦΙΛΟΔΕΣΠΟΤΟΣ
Transliteration A: philodéspotos Transliteration B: philodespotos Transliteration C: filodespotos Beta Code: filode/spotos

English (LSJ)

ον, loving one's lord or master, ἀνδράποδα φ. slaves that hug their chains, cringing slaves, Hdt.4.142, cf. Com.Adesp.24.13 D.; φύσει φ. D.S.17.66; φιλόδουλοι καὶ φιλοδέσποτοι J.BJ4.3.10; δῆμος φ. Thgn.849; in good sense, φ. ἀπελεύθερος MAMA4.336 (Eumeneia); of dogs, Plu. 2.491c: τὸ φ. Luc.Fug.16; φ. θεραπεῖαι Ph.1.474: as substantive, title of plays by Timostratus, AB80 (where dat. -τῃ), Theognetus, Ath. 14.616a, and Sogenes, IG22.2323.157.

German (Pape)

[Seite 1279] seinen Herrn, Gebieter liebend; Theogn. 847; Eur. Ion 709; ἀνδράποδα φιλοδέσποτα, die Zwingherren liebende Knechte, Her. 4, 142; Sp., wie Ael. H. A. 6, 62.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime son maître ; τὸ φιλοδέσποτον l'amour pour un maître.
Étymologie: φίλος, δεσπότης.

Russian (Dvoretsky)

φιλοδέσποτος: любящий своего хозяина (ἀνδράποδα Her.; οἰκέται, κύων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδέσποτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν δεσπότην του, τὸν κύριόν του, ἀνδράποδα φ., δοῦλοι ἀρεσκόμενοι εἰς τὴν δουλείαν, ἀγαπῶντες τοὺς κυρίους των καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς αὐτούς, Ἡρόδ. 4. 142· φ. φύσει Διόδ. 17. 66, Πολυδ. Γ΄, 74· δῆμος φ. Θέογν. 847 (πρβλ. φιλόδουλος)· ἐπὶ κυνῶν, Πλούτ. 2. 491C· τὸ φιλοδέσποτον Λουκ. Δραπ. 16.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για δούλο) αυτός που είναι αφοσιωμένος στον κύριό του
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοδέσποτον
η φιλοδεσποτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. αὐτο-δέσποτος].

Greek Monotonic

φῐλοδέσποτος: -ον, αυτός που αγαπά τον αφέντη ή τον κύριό του, ἀνδράποδα φιλοδέσποτα, δούλοι που αποδέχονται τα δεσμά τους, σε Ηρόδ.· δῆμος φιλοδέσποτος, σε Θέογν.

Middle Liddell

φῐλο-δέσποτος, ον,
loving one's lord or master, ἀνδράποδα φ. slaves that hug their chains, Hdt.; δῆμος φ. Theogn.