ἀναιθύσσω
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
stir up, rouse, S.Fr.542 (dub.); φλόγα E.Tr.344.
Spanish (DGE)
avivar φλόγα E.Tr.344, cf. S.Fr.542a.
German (Pape)
[Seite 189] anfachen, anregen, φλόγα Eur. Tr. 344; Soph. frg. 486.
French (Bailly abrégé)
attiser le feu.
Étymologie: ἀνά, αἰθύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναιθύσσω: разжигать, раздувать (φλόγα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιθύσσω: «ἀνασείω», (Ἡσύχ.) Σοφ. Ἀποσπ. 486, ἀναρριπίζω, φλόγα Εὐρ. Τρω. 344.
Greek Monolingual
ἀναιθύσσω (Α)
ανακινώ, αναζωπυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + αἰθύσσω.
Greek Monotonic
ἀναιθύσσω: μέλ. -ξω, ερεθίζω, εγείρω, ξεσηκώνω, σε Σοφ., Ευρ.