ἀφνειός
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
όν, also ή, όν Hes.Fr.134.2, Pi.O.7.1, A.R.1.57, etc.: (ἄφενος):—rich, wealthy, Il.2.825, etc.; in a thing, c. gen., ἀφνειὸς βιότοιο 5.544; χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε Od.1.165 (Comp.): c.acc., φρένας ἀφνειός Hes.Op.455: c. dat., ἀ. ἀρούραις, μήλοις, Theoc.24.108, 25.119; abundant, ἄγρη Opp.H.3.648; δάκρυα Nonn.D.2.156; Ἀ., title of Ares in Arcadia, Paus.8.44.7: irreg. Sup. -έστατος Antim. 73: regul. Comp. and Sup., Od. l.c., Il.20.220:—also ἀφνεός, ά, όν, Thgn.188,559, and generally in Lyr. and Trag., Pi.O.1.10, al., B.1.62, al., A.Pers.3 (anap.), Fr.96, S.El.457 (Comp.). [ᾱφν in Hom.; ᾰφν A.; ᾱφνεώτερος in S.l.c.: Thgn. has ᾰ in ll.cc.]
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): ἀφνεός, -ά, -όν Sol.23.13, Thgn.188, B.1.172, A.Pers.3, Pi.O.1.10
• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν Hes., A.R., AP, etc.; sup. irreg. ἀφνειέστατος Antim.87]
1 rico, opulento Τρῶες Il.2.825, sup. ἀφνειότατος Il.20.220, ἄνδρες Hes.Op.308, cf. Th.974, (ἀνήρ) Thgn.188, Phoen.2.11, Κυθέρεια AP 5.232 (Paul.Sil.), χείρ Pi.O.7.1, S.El.457, de ciudad o lugares χωρίον Th.1.13, Κόρινθος Pi.Fr.122.2, Γυρτών A.R.1.57, casas ἕδρανα A.Pers.3, δόμοι A.Fr.96, ἑστία Pi.O.1.10, οἶκος AP 7.189 (Aristodic.), de un santuario, Call.Dian.250
•epít. de Ares en Arcadia, Paus.8.44.77
•c. rég. indicando el género de riqueza: c. gen. βιότοιο Il.5.544, χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε Od.1.165, c. ac. φρένας Hes.Op.455, c. dat. μήλοισι καὶ ... βοέσσιν Hes.Fr.240.2, κτεάτεσσι Thgn.559, ἀρούραις Theoc.24.108, μήλοις Theoc.25.119, βιότῳ Man.3.74.
2 abundante ἐλπίδ' εἶχον ἀφνεάν Sol.l.c., κορυφαί Pi.N.1.15, ἀροῦραι Pi.P.11.15, δάκρυα Nonn.D.2.156, cf. 15.166. • DMic.: a-pe-ne-wo (?).
German (Pape)
[Seite 413] όν, Hes. frg. 45 ἀφνειή, wie Ap. Rh. 1, 57 (ἄφενος); bemittelt, reich; oft Hom. u. folgende Dichter, gewöhnlich absolut; ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε, reicher an Gold u. Kleidern, Od. 1, 165; ἀφνειὸς βιότοιο Iliad. 5, 544; Hes. μήλοισι O. 120; ἀρούραις, μήλοις, Theocr. 24, 106. 25, 118; φρένας 455. Den regelmäßigen superl. hat Hom. Il. 20, 220; ἀφνειέστατος Antimach. 72.
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
riche, opulent ; ἀφνειὸς βιότοιο IL riche en ressources pour vivre ; χρυσοῖο OD qui a de l'or en abondance ; ὁ ἀφνειός homme riche ; en parl. de choses (ville, maison, etc.);
Cp. ἀφνειότερος, Sp. ἀφνειότατος.
Étymologie: ἄφενος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφνειός: и 3 богатый, состоятельный или обильный (τινος Hom., τινι Hes., Theocr., редко τι Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφνειός: -όν, καὶ ή, όν, Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 57, κτλ. (ἄφενος): εὔπορος, εὐκατάστατος, πλούσιος, Ἰλ. Β. 825, κτλ.· εἴς τι πρᾶγμα, μετὰ γεν., ἀφνειός βιότοιο Ε. 544· χρυσοῖο τε ἐσθῆτός τε Ὀδ. Α. 165· μετ’ αἰτ., φρένας ἀφνειός Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 453· μετὰ δοτ., ἀφν. ἀρούραις, μήλοις Θεόκρ. 24. 106., 25. 118: ― ἄφθονος, ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 648· δάκρυα Νόνν. Δ. 2. 156. ― Ἀνώμαλ. ὑπερθ. -έστατος, Ἀντίμαχ. ἐν Ἀποσπ. 72· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ ὁμαλὸν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰλ. Υ. 220. ― Ἐπ. λέξις, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ἀλλ’ ὁ Πἰνδ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται τὸν ἰσοδύναμον τύπον ἀφνεός. ἀ, όν, εὑρισκόμενον καὶ παρὰ Θεόγν. 188, 159, Αἰσχύλ. Πέρσ. 3. Ἀποσπ. 96, Σοφ. Ἠλ. 457, Βακχυλ. 1. 172 (ἔκδ. Blass). [ᾱφν- παρ’ Ὁμ.· ᾰφν- παρ’ Αἰσχύλ.· ᾱφνεώτερος παρὰ Σοφ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Θέογν. ἔχει ἀμφότερα ᾱ καὶ ᾰ].
English (Autenrieth)
(ἄφενος), -ότεροι, -ότατος: wealthy, rich in (τινός).
Greek Monolingual
ἀφνειός, -όν και -ός, -ή, -όν και ἀφνεός, -ά, -όν) (Α)
1. εύπορος, πλούσιος
2. άφθονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άφενος, με κατάλ. -ιος. Δηλ. αντί αφενε(σ)-ιος, με συγκοπή του άτονου -ε- μεταξύ του -φ- και του -ν-. Ο τ. μαρτυρείται στον Όμηρο, Ησίοδο, Θέογνι και με τη μορφή αφνεός στους λυρικούς και τραγικούς ποιητές].
Greek Monotonic
ἀφνειός: -όν και -ή, -όν (ἄφενος), πλούσιος, εύπορος, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἀφνειὸς βιότοιο, πλούσιος σε περιεχόμενο, σε Όμηρ.· με αιτ., σε Ησίοδ.· με δοτ., σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἄφενος
rich, wealthy, Il.; c. gen., ἀφνειὸς βιότοιο rich in substance, Hom.; c. acc., Hes.; c. dat., Theocr.