ἄποιος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ον, (ποιός) A without quality or without attribute, στοιχεῖα Placit.1.15.8; ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111; ποιότης Plot.1.8.10; γεῦσις Aret.SA2.7; τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30; ἄποιον ὕδωρ = pure water, Ath.1.33c (Sup.); ἄποιος βοτάνη Orib.Fr.52; ἄποιος διαβήτης = diabetes insipidus.II (ποιεῖν) inert, ἄποιον δὲ καὶ ἀδύναμον (v.l. ἀδύνατον) τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. eund. in Ti.3.337 D.
Spanish (DGE)
-ον
inerte ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. in Ti.3.337.29, ἄψυχόν τι σῶμα καὶ ἄ. ἀργόν τε καὶ ἄπρακτον Plu.2.374e.
-ον
1 sin cualidad o accidente τὰ ... στοιχεῖα Placit.1.15.8, ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111, Plu.2.369a, Porph.Sent.21, Origenes Or.27.8, Clem.Al.Strom.5.14.89, ποιότης Plot.1.8.10, πάλιν δή φησι ... τὸν Σφαῖρον ἀποτελεῖν ἄποιον ὑπάρχοντα Phlp.in GC 19.7, οἱ ἄτομοι Plu.2.1110f (= Democr.A 57), φύσις Origenes Io.13.21 (p.245.6), cf. Athenag.Leg.10.3
•subst. τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30, de Dios, Gr.Nyss.M.44.1225B.
2 sin gusto, sin sabor γεῦσις Aret.SA 2.7.5, ὕδωρ Ocell.2.3, Didym.M.39.700B, τὰ ἀποιότατα τῶν ὑδάτων Ath.33c, ἔλαιον Aret.CA 1.10.7, βοτάνη Orib.Ec.51.1, ἄποιον· ἀνήδονον, ἄνοστον Hsch.
German (Pape)
[Seite 304] ohne Qualität, ohne Eigenschaft, ὕλη, Materie, Plut. adv. St. 39. Dah. ὕδωρ άποιότατον, reines, farb- u. geschmackloses Wasser, Ath. I, 33 b. Auch vom Geschmack, γεῦσις, Medic.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans qualité, sans propriété.
Étymologie: ἀ, ποῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἄποιος: филос. бескачественный (ὕλη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄποιος: -ον, (ποιὸς) ἄνευ ποιότητος ἢ ἰδιότητος, στοιχεῖα Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17· ὕλη Πλούτ. 2. 369Α· γεῦσις Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7· ἀποιον ὕδωρ, καθαρὸν ὕδωρ, Ἀθήν. 33C.
Greek Monolingual
ἄποιος, -ον (Α) ποιός
1. αυτός που δεν έχει ποιότητα, ιδιότητα («ἄποια στοιχεῖα», «ἄποιος γεῡσις»)
2. φρ. «ἄποιον ὕδωρ» — καθαρό νερό.