ἄνοιξις
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
εως, ἡ, opening, πυλῶν Th.4.67,68; πόρων Thphr.Od. 13; χειλῶν Plu.2.738c, cf. PMag.Lond.46.274 (iv A.D.): pl., Porph. Antr.27; ἄ. τοῦ στόματος, Hebraism for παρρησία, LXX Ez.29.21, 2 Ep.Cor.6.11, Ep.Eph.6.19, etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de abrir, apertura πυλῶν Th.4.67, 68, cf. Porph.Antr.27, πόρων Thphr.Od.13, χειλῶν Plu.2.738c, los ojos, Ach.Tat.7.4.5, τοῦ ναοῦ D.C.60.35.1, abs. Hp.Hum.3, Hero Aut.24.1, Horap.1.26, PMag.5.284, como tít. de un ensalmo Ἄνοιξις El Abrepuertas, PMag.13.1064
•sisa de una prenda DP 7.49.
2 apertura, inauguración καπηλείου de una taberna, POxy.2109.10, 32 (III d.C.).
3 fig. ἄ. τοῦ στόματος libertad de expresión, Ep.Eph.6.19.
German (Pape)
[Seite 240] ἡ, das Oeffnen, πυλῶν Thuc. 4, 67. 68.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
ouverture.
Étymologie: ἀνοίγω.
Russian (Dvoretsky)
ἄνοιξις: εως ἡ открывание, отпирание (πυλῶν Thuc.; χειλῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοιξις: -εως, ἡ, (ἀνοίγνυμι) τὸ ἀνοίγειν, τὸ ἄνοιγμα, πυλῶν Θουκ. 4. 67, 88, κτλ. - οὕτω παρὰ Βυζ., ἀνοίξια, «τὰ ἀνοίξια τῆς ἐκκλησίας» τὸ ἐπίσημον ἄνοιγμα· - νῦν ἄνοιξις = ἔαρ, ἴδε ἀνοικτικὸς ἐν τέλει.
English (Strong)
from ἀνοίγω; opening (throat): X open.
English (Thayer)
ἀνοιξεως, ἡ (ἀνοίγω, which see), an opening: ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματος μου as often as I open my month to speak, Thucydides 4,68, 4; τῶν πυλών, id. 4,67, 3; χειλων, Plutarch, mor. (symp. 1. ix. quaest. 2,3), p. 788c.)
Greek Monotonic
ἄνοιξις: -εως, ἡ (ἀνοίγνυμι), άνοιγμα, πυλῶν, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀνοίγνυμι
an opening, πυλῶν Thuc.
Chinese
原文音譯:¥noixij 安-哀克西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向上-開(著)
字義溯源:開;源自(ἀνοίγω / ἐξανοίγω)=揭開);由(ἀνά)*=上)與(ὀθόνιον)X*=打開)組成
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 開(1) 弗6:19