ἐπανισόω

From LSJ
Revision as of 19:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανῐσόω Medium diacritics: ἐπανισόω Low diacritics: επανισόω Capitals: ΕΠΑΝΙΣΟΩ
Transliteration A: epanisóō Transliteration B: epanisoō Transliteration C: epanisoo Beta Code: e)paniso/w

English (LSJ)

make equal, balance evenly, τινὰς πρὸς ἀλλήλους Th.8.57; ἐ. τὰ μέτρα IG22.1013.15; τοῖς ἀδελφοῖς τὸ διαφέρον Just. Nov.92.1Intr.; τὰς τῆς κράστεως πλεονεξίας Ruf.(?)ap. Orib.inc.4.2; τὸ ἐλαττούμενον Polyaen.7.16.2; reduce, εἰς τὸ μέτριον τὴν ὑπερβολήν Arist.Resp.478a3; τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμε the others like wise he made equal to one another, distributing to them their faculties, Pl.Prt.321a:—Pass., to be made equal, τινί Id.Lg.745d.

German (Pape)

[Seite 903] ausgleichen, τοὺς Ἕλληνας πρὸς ἀλλήλους Thuc. 8, 57; Plat. Prot. 321 a u. Folgde; pass., gleich kommen, τινί, Legg. V, 745 d.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐπανίσωσα;
égaliser complètement, rendre tout à fait égal.
Étymologie: ἐπί, ἀνισόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανισόω:
1) совершенно уравнивать, делать вполне равным (τινα πρός τινα Thuc. и τινι Plat.): ἐ. ἑαυτὸν τόλμῃ τῇ Πομπηΐου Plut. сравняться в отваге с Помпеем;
2) уравновешивать (τὴν ψυχρότητα ἡ θερμότης ἐπανισοῖ Arst.): ἐ. ἐν σκάφει Plut. поддерживать корабль в равновесии; ἐπανισούμενος τῷ ἐναντίῳ Arst. уравновешенный противоположной силой.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανισόω: ἀνισόω, ἐξισώνω, ἐβούλετο (ὁ Τισσαφέρνης) ἐπανισοῦν τοὺς Ἕλληνας πρὸς ἀλλήλους, ἐβούλετο ἔχειν τοὺς Ἕλληνας ἴσους πρὸς ἀλλήλους κατὰ τὴν δύναμιν, Θουκ. 8. 57· ἐπ. τὰ μέτρα Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 15· ἀπολ., καθιστῶ τι ἴσον πρὸς ἄλλο διά τινος τρόπου, καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμε Πλάτ. Πρωτ. 321Α. ‒ Παθ., γίνομαι ἴσος, τινι ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 745D.

Greek Monotonic

ἐπανισόω: μέλ. -ώσω, εξομοιώνω, εξισορροπώ, εξισώνω, τινα πρός τινα, σε Θουκ.· απόλ., αντισταθμίζω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to make quite equal, to balance evenly, equalise, τινα πρός τινα Thuc.: absol. to provide compensation, Plat.