ἐπιπάλλω

From LSJ
Revision as of 19:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπάλλω Medium diacritics: ἐπιπάλλω Low diacritics: επιπάλλω Capitals: ΕΠΙΠΑΛΛΩ
Transliteration A: epipállō Transliteration B: epipallō Transliteration C: epipallo Beta Code: e)pipa/llw

English (LSJ)

brandish at or against, βέλη A.Ch.162 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 967] dazu schwingen, βέλη Aesch. Ch. 160; ἐπέπηλεν erkl. Hesych. ἐκλήρωσεν.

French (Bailly abrégé)

brandir.
Étymologie: ἐπί, πάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπάλλω: размахивать, потрясать (βέλη ἐπιπάλλων Ἄρης Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπάλλω: πάλλω πρός τινα ἢ ἐναντίον τινός, βέλη Αἰσχύλ. Χο. 161. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπέπηλεν· ἐκλήρωσεν».

Greek Monolingual

ἐπιπάλλω (Α) πάλλω
1. κραδαίνω, πάλλω, τινάζω εναντίον κάποιου ή προς το μέρος του («βέλη ‘πιπάλλων Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέπηλεν
ἐκλήρωσεν».

Greek Monotonic

ἐπιπάλλω: κραδαίνω, επισείω προς ή εναντίον, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

to brandish at or against, Aesch.