ἐπιπάλλω
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
brandish at or against, βέλη A.Ch.162 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 967] dazu schwingen, βέλη Aesch. Ch. 160; ἐπέπηλεν erkl. Hesych. ἐκλήρωσεν.
French (Bailly abrégé)
brandir.
Étymologie: ἐπί, πάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπάλλω: размахивать, потрясать (βέλη ἐπιπάλλων Ἄρης Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπάλλω: πάλλω πρός τινα ἢ ἐναντίον τινός, βέλη Αἰσχύλ. Χο. 161. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπέπηλεν· ἐκλήρωσεν».
Greek Monolingual
ἐπιπάλλω (Α) πάλλω
1. κραδαίνω, πάλλω, τινάζω εναντίον κάποιου ή προς το μέρος του («βέλη ‘πιπάλλων Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέπηλεν
ἐκλήρωσεν».
Greek Monotonic
ἐπιπάλλω: κραδαίνω, επισείω προς ή εναντίον, σε Αισχύλ.