ἑκατοστύς
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ύος, ἡ, A = ἑκατοντάς, X.Cyr.6.3.34, Plu.Rom.8. II a division of a community, a hundred, Aen. Tact.11.10a, IPE12.79.30 (Olbia, i A.D.), Milet.3 No.153 (Byzantium), SIG645.61 (Seleucia Cilic., ii B.C.), CIG3641b (Lampsacus), etc.
Spanish (DGE)
-ύος, ἡ
centenar, centuria para designar agrupaciones encuadradas en unidades superiores:
a) militares τῶν ἁρμάτων constituyendo un escuadrón, X.Cyr.6.3.34, πολλὴν ... δύναμιν ἦγε συλλελοχισμένην εἰς ἑκατοστύας llevaba un gran cuerpo de ejército dividido en centurias Plu.Rom.8, κατ' ἴλας τε καὶ ἑκατοστύας Arr.An.6.27.6, cf. 7.24.4, Synes.Catast.2 (p.288);
b) tribales, inferiores a las φυλαί dorias que aparecen en época helenística en diversas ciudades: en Mégara ἑ. Κυνοσουρίς IG 42.42.20 (III a.C.), en colonias de Mégara, Heraclea Póntica, Aen.Tact.11.10bis, Bizancio ἐξεῖμεν αὐτοῖς ποτιγράψασθαι ποτὶ τᾶν ἑκατοστύων ᾅ κε θέλωντι Milet 1(3).153.31 (II a.C.), cf. IPE 12.79.30 (Olbia I d.C.), IByzantion 1.61 (II a.C.), en Lámpsaco τοὺς πολίτας πάντας κατὰ φυλὰς καὶ ἑκατοστῦς γεγραμμένους ILampsakos 9.40 (II a.C.), en Samos como subdivisión de la χιλιαστύς: ἐπικληρῶσαι αὐτοὺς ἐπί τε φυλὴν καὶ χιλιαστὺν καὶ ἑκατοστὺν καὶ γένος IG 12(6).25.17, cf. 17.30 (ambas Samos IV a.C.), 95.28 (Samos III a.C.).
German (Pape)
[Seite 753] ύος, ἡ, = ἑκατοντάς, Xen. Cyr. 6, 3, 34 u. Sp., wie Plut. Rom. 8, centuria.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
centurie, centaine.
Étymologie: ἑκατόν.
Russian (Dvoretsky)
ἑκᾰτοστύς: ύος ἡ
1) сотня (ἑκατοστύες τῶν ἁρμάτων Xen.);
2) (у римлян), центурия (δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἑκατοστύας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτοστύς: -ύος, ἡ, = ἑκατοντάς, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Πλουτ. Ρωμ. 8. ΙΙ. διαίρεσις χώρας, Ἐπιγραφ. Ὀλβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 30, (προσθῆκαι) 3641 β.
Greek Monolingual
ἑκατοστύς, η (Α)
1. η εκατοντάδα
2. υποδιαίρεση κοινότητας ή φυλής.
Greek Monotonic
ἑκᾰτοστύς: -ύος, ἡ, = ἑκατοντάς, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἑκᾰτοστύς, ύος = ἑκατοντάς, Xen.]