ἐρωτομανία

From LSJ
Revision as of 20:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτομᾰνία Medium diacritics: ἐρωτομανία Low diacritics: ερωτομανία Capitals: ΕΡΩΤΟΜΑΝΙΑ
Transliteration A: erōtomanía Transliteration B: erōtomania Transliteration C: erotomania Beta Code: e)rwtomani/a

English (LSJ)

ἡ,=ἐρωμανία, raving love, Plu.2.451f.

German (Pape)

[Seite 1041] ἡ, rasende Liebe, Plut. virt. mor. 12. Vgl. ἐρωμανία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
folle passion.
Étymologie: ἔρως, μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτομᾰνία: ἡ Plut. = ἐρωμανία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτομᾰνία: ἡ, =ἐρωμανία, ἐμμανὴς ἔρως, Πλούτ. 2. 451Ε.

Greek Monolingual

και ερωμανία, η (AM ἐρωτομανία και ἐρωμανία) ερωτομανής
μανία ερωτική, σφοδρός έρωτας
νεοελλ.
παραληρητική κατάσταση κατά την οποία το άτομο που πάσχει κατέχεται από ακατανίκητο, συνήθως πλατωνικό, έρωτα προς απρόσιτο άτομο του άλλου φύλου ή νομίζει ότι αγαπιέται από εκείνο.