ἔμπα
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
v. ἔμπας.
Spanish (DGE)
v. ἔμπας.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἔμπας.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπα: adv. Pind., Soph. = ἔμπας.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾱς.
Greek Monolingual
(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.
(II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.
Greek Monotonic
ἔμπᾰ: επίρρ., βλ. ἔμπᾱς.