ἰδιογνώμων

From LSJ
Revision as of 20:31, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐογνώμων Medium diacritics: ἰδιογνώμων Low diacritics: ιδιογνώμων Capitals: ΙΔΙΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: idiognṓmōn Transliteration B: idiognōmōn Transliteration C: idiognomon Beta Code: i)diognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, holding one's own opinion, Hp.Aër.24, Phryn.Com.18, Arist.EN1151b12.

German (Pape)

[Seite 1236] ον, nach eigenem Sinne verfahrend, eigensinnig; Phryn. com. B. A. 345, 2; Arist. Nic. Eth. 7, 9, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.
Étymologie: ἴδιος, γνώμή.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιογνώμων: 2, gen. ονος (ῐδ) держащийся собственного мнения, не отступающий от собственных взглядов Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιογνώμων: -ον, ὁ πράττων ἢ ἐνεργῶν κατ’ ἰδίαν γνώμην, αὐτογνώμων, ἰδιότροπος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 3.

Greek Monolingual

ἰδιογνώμων, -ον (Α)
αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του γνώμη, χωρίς να επηρεάζεται από κανέναν άλλον.
επίρρ...
ἰδιογνωμόνως (ΑΜ)
μσν.
αυθόρμητα
αρχ.
με ξεχωριστή, με προσωπική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γνωμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ευγνώμων, ισχυρογνώμων.

Greek Monotonic

ἰδιογνώμων: -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, αυτόβουλος, σε Αριστ.

Middle Liddell

holding one's own opinion, Arist.