ὀλοφυδνός
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ή, όν, lamenting, ἔπος δ' ὀλοφυδνὸν ἔειπε Il.5.683, cf. 23.102, Od.19.362 : neut. ὀλοφυδνά as adverb, AP7.486 (Anyt.).
German (Pape)
[Seite 327] (ὀλοφύρομαι), wehklagend, jammernd; ἔπος, Il. 5, 683. 23, 102 Od. 19, 362; sp. D., ὀλοφυδνὰ βοᾶν τινα, Anyte 19 (VII, 486).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plaintif, lamentable.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀλοφυδνός: жалобный, печальный (ἔπος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφυδνός: -ή, -όν, οἰκτρός, θρηνώδης, ἔπος δ’ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν Ἰλ. Ε. 683, Ψ. 102, Ὀδ. Τ. 362. - ὀλοφυδνά, ὡς ἐπίρρ., ἐν Ἀνθ. Π. 7. 486.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀλοφυδνός, -ή, -όν (Α)
1. άξιος θρήνου, λυπηρός, οδυνηρός, θρηνώδης («ἔπος δ' ὀλοφυδνόν ἔειπε», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοφυδνά
με θρηνώδη τρόπο, αξιοθρήνητα, λυπηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι].
Greek Monotonic
ὀλοφυδνός: -ή, -όν, οικτρός, αξιοθρήνητος, θρηνητικός, σε Όμηρ.· ὀλοφυδνά, ως επίρρ., Ανθ.
Middle Liddell
ὀλοφυδνός, ή, όν
of lamentation, lamenting, Hom.: —ὀλοφυδνά, as adv., Anth.