Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπηνήτης

From LSJ
Revision as of 22:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπηνήτης Medium diacritics: ὑπηνήτης Low diacritics: υπηνήτης Capitals: ΥΠΗΝΗΤΗΣ
Transliteration A: hypēnḗtēs Transliteration B: hypēnētēs Transliteration C: ypinitis Beta Code: u(phnh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, one that is just getting a beard (cf. foreg.), πρῶτον ὑ. a youth with his first beard, Il.24.348, Od.10.279, cf. Pl.Prt.309b (quoting Homer), Him.Ecl.13.24, al.; Ἑρμῆς ὑ., opp. Ζεὺς γενειήτης, Luc. Sacr.11: generally, bearded, τράγος AP6.32 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1206] ὁ, der Bärtige, der einen Bart trägt; πρῶτον ὑπηνήτης Il. 24, 348 Od. 10, 279; ἥβην τοῦ ὑπηνήτου Plat. Prot. 309 b. – Auch der Bart, Agath. 29 (VI, 32).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
barbu.
Étymologie: ὑπήνη.

Russian (Dvoretsky)

ὑπηνήτης: ου adj. m бородатый Plat., Luc., Anth.: πρῶτον ὑ. Hom. с первым пушком на щеках.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηνήτης: -ου, ὁ, ὁ ἄρτι γενειῶν (πρβλ. ὑπήνη), πρῶτον ὑπηνήτῃ, «ἀρχομένῳ γενειάζειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279· χαριεστάτην ἥβην εἶναι τοῦ ὑπηνήτου Πλάτ. Πρωτ. 309Β· Ἑρμῆς ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ Ζεὺς γενειήτης, Λουκ. π. Θυσ. 11, πρβλ. Müller Arch. d. Kunst. § 379. καθόλου πωγωνοφόρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τράγος. Ἀνθ. Π. 6. 32. - Θηλυκόν τι ὑπηνῆτιν τρίχα εὕρηται ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 431.

English (Autenrieth)

(ὑπήνη, under part of the face): with a beard; πρῶτον, ‘getting his first beard,’ Od. 10.279 and Il. 24.348.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. εκείνος που αρχίζει να βγάζει γένεια («ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που έχει γένεια, πωγωνοφόρος («ὑπηνήτην τράγον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπήνη + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

ὑπηνήτης: -ου, ὁ, αυτός που μόλις βγάζει, αποκτά γένια, σε Όμηρ., Πλάτ.· γενικά, γενειοφόρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑπηνήτης, ου, ὁ,
one that is just getting a beard, with one's first beard, Hom., Plat.:—generally bearded, Anth.