καλλιζυγής

From LSJ
Revision as of 13:57, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιζῠγής Medium diacritics: καλλιζυγής Low diacritics: καλλιζυγής Capitals: ΚΑΛΛΙΖΥΓΗΣ
Transliteration A: kallizygḗs Transliteration B: kallizygēs Transliteration C: kallizygis Beta Code: kallizugh/s

English (LSJ)

ές, beautifully yoked, ἅρμα E.Andr.278 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] ές, schön bespannt, ἅρμα Eur. Andr. 277.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au bel attelage.
Étymologie: καλός, ζυγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιζυγής -ές [καλός, ζυγόν] met een mooi juk (van een wagen).

Russian (Dvoretsky)

κᾰλλῐζῠγής: красиво запряженный (ἅρμα Eur.).

Greek Monolingual

καλλιζυγής, -ές (Α)
αυτός που ζεύχθηκε καλά («ἅρμα δαιμόνων... τὸ καλλιζυγές», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -ζύγ-ην), πρβλ. ισοζυγής, ομοζυγής].

Greek Monotonic

καλλιζῠγής: -ές (ζυγόν), καλά ζευγμένος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιζῠγής: -ές, καλῶς ἐζευγμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 278.

Middle Liddell

καλλι-ζῠγής, ές ζυγόν
beautifully yoked, Eur.