καπράω

From LSJ
Revision as of 14:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπράω Medium diacritics: καπράω Low diacritics: καπράω Capitals: ΚΑΠΡΑΩ
Transliteration A: kapráō Transliteration B: kapraō Transliteration C: kaprao Beta Code: kapra/w

English (LSJ)

of sows, want the boar, Arist.HA572b24: metaph., to be lecherous, καπρῶσα γραῦς Ar.Pl.1024, cf. Men.917.

German (Pape)

[Seite 1324] (κάπρος), von wilden Schweinen, ranzen, läufisch sein, ἔχειν πρὸς τὴν ὀχείαν ὁρμητικῶς, Arist. H. A. 6, 18; VLL. Übertr. von geilen Weibern, Ar. καπρῶσα γραῦς, Plut. 1024 Eccl. 927; Menand. bei Artemid. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être en rut.
Étymologie: κάπρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καπράω [κάπρος] geil zijn:. γραὸς καπρώσης τἀφόδια κατεσθίειν de inkomsten van een geil oud wijf verbrassen Aristoph. Pl. 1024.

Russian (Dvoretsky)

καπράω:
1 (о свиньях), находиться в периоде полового возбуждения Arst.;
2 перен. распутничать Arph.

Greek Monotonic

καπράω: (κάπρος), μεταφ., είμαι αισχρός, ακόλαστος ή λάγνος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καπράω: ἐπὶ θηλειῶν ὑῶν, ὅταν ὀργῶσι πρὸς ὀχείαν καὶ ζητῶσι τὸν κάπρον, Λατ. subare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17· ─ μεταφ., εἶμαι αἰσχρὸς, ἀκόλαστος, λάγνος, καπρῶσα γραῦς Ἀριστοφ. Πλ. 1024, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 320· ─ ὡσαύτως, καπρίζω, καπρώζω.

Middle Liddell

καπράω, κάπρος
metaph. to be lewd or lecherous, Ar.