κακηγορέω
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
English (LSJ)
speak ill of, abuse, slander, τινα Pl.Smp.173d, R. 395e, al.; τινὰ πρός τινα (v.l. παρά τινι) Ps.-Phoc.226: abs., ἀπεχόμενος… τοῦ κακηγορεῖν from evil-speaking, Pl.Lg.934e, cf. Arist.EN 1129b23, Hyp.Fr.246:—Pass., to be abused, Pl.R.368b.
German (Pape)
[Seite 1298] Uebles nachreden, Schlimmes von Einem sagen, verläumden, schelten, τινά, Plat. Rep. II, 310 d; καὶ κωμῳδεῖν ἀλλήλους III, 395 e; Arist. eth. 5, 1 u. Sp., wie Luc. Pisc. 2. – Auch pass., ἡ δικαιοσύνη κακηγορουμένη Plat. Rep. II, 368 a.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dire du mal, décrier, acc..
Étymologie: κακηγόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακηγορέω [κακηγόρος] belasteren, kwaadspreken (van), met gen.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκηγορέω: дурно говорить, поносить, злословить, оскорблять (словом) (τινα Plat., Arst., Luc.).
Greek Monotonic
κᾰκηγορέω: κατηγορώ, κακολογώ, υβρίζω, διαβάλλω, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκηγορέω: κακῶς ὁμιλῶ περί τινος, ὑβρίζω, κακολογῶ, κατηγορῶ, τινα Πλάτ. Συμπ. 173D, Πολ. 395C· κακηγορεῖν τινα πρός τινα Ψευδο-Φωκυλ. 213· ἀπολ., ἀπεχόμενος... τοῦ κακηγορεῖν Πλάτ. Νόμ. 934Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14. - Παθ., κατηγοροῦμαι, κακολογοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 368C.
Middle Liddell
κᾰκηγορέω,
to speak ill of, abuse, slander, Plat. [from κακήγορος