παρακτάομαι

From LSJ
Revision as of 12:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακτάομαι Medium diacritics: παρακτάομαι Low diacritics: παρακτάομαι Capitals: ΠΑΡΑΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: paraktáomai Transliteration B: paraktaomai Transliteration C: paraktaomai Beta Code: parakta/omai

English (LSJ)

get over and above, ξεινικοὺς νόμους Hdt.4.80.

German (Pape)

[Seite 486] (s. κτάομαι), dazu erwerben, perf. daneben besitzen; ξενικοὺς νόμους, Her. 4, 80; Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
acquérir auprès ou en outre ; au pf. avoir acquis ; posséder auprès ou en outre, acc..
Étymologie: παρά, κτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κτάομαι overnemen:. ξεινικοὺς νόμους vreemde gebruiken Hdt. 4.80.5.

Russian (Dvoretsky)

παρακτάομαι: приобретать, усваивать (ξενικοὺς νόμους Her.).

Greek Monotonic

παρακτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ περισσότερα ως συμπλήρωμα· σε παρακ. -κέκτημαι, έχω ακόμα μεγαλύτερη περιουσία, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι ἐπί πλέον, προστῶμαι, τοῖσι δὲ παρακτωμένοι ξεινικοὺς νόμους τοιαῦτα ἐπιτίμια διδοῦσι Ἡρόδ. 4. 80.

Middle Liddell

fut. -κτήσομαι
Dep. to get over and above: in perf. -κέκτημαι, to have over and above, Hdt.