παραπολαύω

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπολαύω Medium diacritics: παραπολαύω Low diacritics: παραπολαύω Capitals: ΠΑΡΑΠΟΛΑΥΩ
Transliteration A: parapolaúō Transliteration B: parapolauō Transliteration C: parapolayo Beta Code: parapolau/w

English (LSJ)

share the fruits of, τῆς τιμωρίας Ph.2.15; τῆς ἐνίων κακοβουλίας J.BJ2.16.4; τῆς τινων μωρίας Luc. Alex.45; παραπολαύειν ἐστὶ τῆς τοῦ εἴδους ὑποστάσεως τὴν ἔκπτωσιν Dam.Pr.7.

German (Pape)

[Seite 495] (s. ἀπολαύω), daneben, beiläufig Nutzen od. Schaden haben von Etwas, τινός; Nic. arith. 1; παραπολαῦσαι τῆς μωρίας, Luc. Alex. 45; auch a. Sp.

French (Bailly abrégé)

retirer, en passant, un profit ou un désavantage de, gén..
Étymologie: παρά, ἀπολαύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-απολαύω delen in het plezier van, met gen.

Russian (Dvoretsky)

παραπολαύω: нести последствия, быть жертвой (τῆς μωρίας τινός Luc.).

Greek Monolingual

ΜΑ
απολαύω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀπολαύω «απολαμβάνω»].

Greek Monotonic

παρᾰπολαύω: απολαμβάνω επιπλέον ή παράπλευρα προνόμια, τινός, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰπολαύω: ἀπολαύω πρὸς τούτοις ἢ μετά τινος, συναπολαύωἁπλῶς ἀπολαύω, τινὸς Λουκ. Ἀλέξ. 45· κακόν τι παρ. τινὸς Ἐκκλ.

Middle Liddell


to have the benefit of besides, τινός Luc.