παρθενωπός

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενωπός Medium diacritics: παρθενωπός Low diacritics: παρθενωπός Capitals: ΠΑΡΘΕΝΩΠΟΣ
Transliteration A: parthenōpós Transliteration B: parthenōpos Transliteration C: parthenopos Beta Code: parqenwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ) of maiden aspect, E.El.949: metaph., of feminine softness, ὀνόματα D.H.Comp.23.

German (Pape)

[Seite 522] (ὤψ), von jungfräulichem Ansehen, Eur. El. 948; übertr., ὀνόματα παρθενωπὰ καὶ μαλακά, D. Hal. C. V. 23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui a l'air d'une jeune fille.
Étymologie: παρθένος, ὤψ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενωπός -όν [παρθένος, ὤψ] met meisjesgezicht.

Russian (Dvoretsky)

παρθενωπός: с девичьим лицом, женоподобный (πόσις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

παρθενωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν παρθενικήν, Εὐρ. Ἠλ. 949˙ μεταφορ., θῆλυς, θηλυπρεπής, μαλακός, ὀνόματα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρθενωπός, -ή, -όν, ΝΑ παρθένος
1. αυτός που έχει όψη παρθένου
2. μτφ. αυτός που έχει λεπτούς και χαριτωμένους τρόπους, θηλυπρεπής
αρχ.
μτφ. (για λέξεις) κομψός («εὔφωνά τε βούλεται εἶναι πάντα ὀνόματα καὶ λεῖα καὶ μαλακά καὶ παρθενωπά», Δίον. Αλ.).

Greek Monotonic

παρθενωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει όψη παρθένας, παρθενικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

παρθεν-ωπός, όν [ὤψ]
of maiden aspect, Eur.

English (Woodhouse)

with maiden face

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)