πανούργημα
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ατος, τό, knavish trick, villainy, S.El.1387 (lyr.), LXX Si.1.6 (v.l.); sophistry, Gal.5.251; cf. πανούργευμα.
German (Pape)
[Seite 461] τό, = πανούργευμα, Soph. El. 1387 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
trait de fourberie ou de méchanceté.
Étymologie: πανουργέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανούργημα -ατος, τό [πανουργέω] misdaad.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνούργημα: ατος τό коварный поступок, коварство Soph.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνούργημα: τό, πανοῦργον ἔργον, τέχνασμα, ἀπάτη, Σοφ. Ἡλ. 1387.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ πανουργώ
πονηρό έργο, δόλιο τέχνασμα, απάτη («τὸ μέντοι πανούργημα φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν», Φίλ.)
αρχ.
σόφισμα, σοφιστεία.
Greek Monotonic
πᾰνούργημα: -ατος, τό, πανούργο τέχνασμα, απάτη, σε Σοφ.