βροντησικέραυνος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, sending thunder and lightning, Νεφέλαι Ar.Nu.265 (anap.).
Spanish (DGE)
-ον
portador de rayos y truenos Νεφέλαι Ar.Nu.265.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
chargé de foudre et de tonnerre (nuage).
Étymologie: βροντάω, κεραυνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροντησικέραυνος -ον βροντάω, κεραυνός die dondert en bliksemt.
Russian (Dvoretsky)
βροντησικέραυνος: испускающий гром и молнии, т. е. грозовой (νεφέλαι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
βροντησικέραυνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων βροντὴν καὶ ἀστραπὴν ἢ κεραυνόν, νεφέλη Ἀριστοφ. Νεφ. 265.
Greek Monolingual
βροντησικέραυνος, -ον (Α)
(για τα σύννεφα) εκείνος που φέρνει βροντές και κεραυνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντησι- < βροντώ + -κεραυνός < κεραυνός (πρβλ. τερψίμβροτος)].
Greek Monotonic
βροντησικέραυνος: -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
sending thunder and lightning, Ar.