ἀλαζόνευμα

From LSJ
Revision as of 13:42, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαζόνευμα Medium diacritics: ἀλαζόνευμα Low diacritics: αλαζόνευμα Capitals: ΑΛΑΖΟΝΕΥΜΑ
Transliteration A: alazóneuma Transliteration B: alazoneuma Transliteration C: alazonevma Beta Code: a)lazo/neuma

English (LSJ)

ατος, τό, imposture, piece of humbug, Aeschin.3. 238, cf. Aristid. 27(16).29: in plural, quackeries, Ar.Ach.87, Aeschin. 1.178.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
fanfarronada, alarde, bravata Ar.Ach.63, 87, Aeschin.1.178, 3.238, Aristid.Or.27.29, Basil.M.29.509A.

German (Pape)

[Seite 88] τό, Prahlerei, bes. Unwahrheit im Reden, neben ἀπάτη Aesch. 1, 178; vgl. 3, 238; Ar. Ach. 87.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fanfaronnade.
Étymologie: ἀλαζονεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαζόνευμα -ατος, τό ἀλαζονεύομαι opschepperij, gebral.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾱζόνευμα: ατος τό похвальба, хвастливая ложь Arph., Aeschin.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαζόνευμα: -ατος, τό, = ἀπάτη διὰ μεγάλων λόγων, κομπασμός, καύχησις, Αἰσχίν. 87. 41: κατὰ πληθυντ., λόγοι παχεῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 87, Αἰσχίν. 25. 23.

Greek Monolingual

το (Α ἀλαζόνευμα) ἀλαζονεύομαι
1. πράξη αλαζονείας, εξαπάτηση με μεγάλα λόγια, κομπασμός, καύχηση
2. στον πληθ. τα αλαζονεύματα
αερολογίες, ψευτιές, παχιά λόγια.

Greek Monotonic

ἀλαζόνευμα: -ατος, τό, εξαπάτηση, απάτη, τσαρλανατισμός, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

[from ἀλαζονεύομαι
an imposture, piece of quackery, Ar., etc.