Καρύαι
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
English (LSJ)
[ῠ], ῶν, αἱ, Caryae, a place in Laconia with a famous temple of Artemis, Th.5.55, etc.:—hence Κᾰρῠᾶτις, ιδος, ἡ, μέλισσα (prob. priestess of Artemis) St.Byz.; as substantive esp. 1 Artemis, Paus.3.10.7. 2 dance in honour of Artemis, Poll.4.104; cf. καρυατίζω 2. II Κᾰρῠάτῐδες, ων, αἱ, priestesses of Artemis at Caryae, Pratin.Lyr.4. 2 Archit., female figures used as bearing-shafts, Lync. ap. Ath.6.241e, Vitr.1.1.5. 3 a kind of earrings, Poll.5.97.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
Karyes, bourg de Laconie, avec un temple d'Artémis.
Russian (Dvoretsky)
Καρύαι: ῶν αἱ Карии (город в Лаконии с храмом Артемиды Καρυᾶτις) Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
Καρύαι: ῶν αἱ, τόπος ἐν Λακωνικῇ μετὰ περιφήμου ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος, Θουκ. 5. 55, κτλ.· -ἐντεῦθεν, ΙΙ. Καρυᾶτις, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 3. 10, 7. 2) Λακωνικὸν ὄρχημα εἰς τιμὴν τῆς Ἀρτέμιδος, Πολυδ. Δ΄, 104· - ὁπόθεν Καρυᾱτίζω, ὀρχοῦμαι τὸ ὄρχημα τοῦτο, Λουκ. π. Ὀρχ. 10. ΙΙΙ. Κᾰρυάτῐδες, ων, αἱ, αἱ ἱέρειαι τῆς Ἀρτέμιδος ἐν Καρύαις, Meineke εἰς Εὔφορ. σ. 94. 2) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ Καρυάτιδες εἶναι ἀγάλματα κορῶν χρησιμεύοντα ὡς κίονες ἢ ὑποστηρίγματα ἐπιστυλίων, Βιτρούβ. 1. 1· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 279, Museum Grit. 2. 400, καὶ ἴδε ἐν λ. Ἄτλαντες, Τελαμῶνες, Κανηφόροι. 3) εἶδος ἐνωτίου, Πολυδ. Ε΄,97.
Greek Monotonic
Κᾰρύαι: [ῠ], -ῶν, αἱ,
I. τόπος στην Λακωνία με περίφημο ναό της Άρτεμης, σε Θουκ. II. Καρυᾶτις, ἡ, ονομασία της Άρτεμης· απ' όπου Καρυᾱτίζω, ορχούμαι, χορεύω το χορό των Καρυάτιδων, σε Λουκ.
Middle Liddell
I. a place in Laconia with a famous temple of Artemis, Thuc.:—hence,
II. Καρυᾶτις, ἡ, a name of Artemis