διοιχνέω
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
English (LSJ)
A go through, ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315 (anap.), cf. Lyc.10. II abs., wander about, ἐν πέτρῃσιν h.Hom.19.10.
Spanish (DGE)
1 tr. pasar a través de un período de tiempo, c. ac. ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315
•recorrer en sent. espacial, fig. διοίχνει δυσφάτους αἰνιγμάτων οἴμας recorre los difíciles pasos de los enigmas Lyc.10.
2 intr. vagar πέτρῃσιν ἐν ἠλιβάτοισι διοιχνεῖ h.Pan.10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
traverser, parcourir, acc..
Étymologie: διά, οἰχνέω.
Russian (Dvoretsky)
διοιχνέω: проходить, бродить, странствовать (πέτρῃσι ἐν ἠλιβάτοισι HH): αἰῶνα δ. Aesch. жить, существовать.
Greek (Liddell-Scott)
διοιχνέω: διέρχομαι, διαπερῶ, ἀσινὴς δ’ αἰῶνα διοιχνεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 315. ΙΙ. ἀπόλ., περιπλανῶμαι, ἐν πέτραις Ὕμν. Ὁμ. 18. 10.
Greek Monotonic
διοιχνέω: μέλ. -ήσω,
I. διέρχομαι, περνώ μέσα από, με αιτ., σε Αισχύλ.
II. απόλ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to go through, c. acc., Aesch.
II. absol. to wander about, Hhymn.
German (Pape)
(οἰχνέω), hindurchgehen; αἰῶνα Aesch. Eum. 305; ἐν πέτρῃσιν, umherwandeln, H.h. 18.10.