δυσραγής
From LSJ
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
English (LSJ)
ές, hard to break, Luc.Anach.24 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ές difícil de romper τὰ σκύτη Luc.Anach.24.
German (Pape)
[Seite 688] ές, schwer zu zerreißen, Luc. gymn. 24.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
difficile à rompre.
Étymologie: δυσ-, ῥήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
δυσρᾰγής: с трудом разрывающийся, т. е. прочный (τὰ σκύτη τῷ ἐλαίῳ μαλαττόμενα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσρᾰγής: -ές, ὁ δυσκόλως θραυόμενος, διαρρηγνυόμενος, Λουκ. Ἀναχ. 24.
Greek Monolingual
δυσραγής, -ές (Α)
αυτός που δύσκολα ρήγνυται, σπάζει.
Greek Monotonic
δυσρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), δύσκολος στο σπάσιμο, άθραυστος, σε Λουκ.