λυγαῖος

From LSJ
Revision as of 16:38, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡγαῖος Medium diacritics: λυγαῖος Low diacritics: λυγαίος Capitals: ΛΥΓΑΙΟΣ
Transliteration A: lygaîos Transliteration B: lygaios Transliteration C: lygaios Beta Code: lugai=os

English (LSJ)

α, ον, (λύγη) shadowy, murky, gloomy, νέφος S.Fr.525, E. Heracl.855; νυκτὸς ὄμμα λυγαίας Id.IT110, cf. A.R.2.1120; ἐσθής Lyc.973; εἱρκτή Id.351; θάλαμος IG12(8).92.10 (Imbros, ii/i B.C.). Adv. -αίως Eust.1756.28, Hsch. (-γαῶς cod.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
sombre, obscur.
Étymologie: DELG v. ἠλύγη.

Russian (Dvoretsky)

λῡγαῖος: темный, мрачный (νύξ Soph.; νέφος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λῡγαῖος: -α, -ον, (λύγη) σκιώδης, σκιερός, σκοτεινός, νέφος Σοφ. Ἀποσπ. 471, Εὐρ. Ἡρακλ. 855· νυκτὸς ὄμμα λυγαίας ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 110, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1121· ἐσθὴς Λυκόφρ. 973, κτλ. ― Ὡσαύτως ἠλῠγαῖος, Ἐπίρρ. λυγαίως, σκοτεινῶς, ἀφανῶς, λεληθότως, Ἡσύχ., Σουΐδ., κλ. ΙΙ. Παρ’ Ἡσύχ. «λύγαια· τὰ περὶ ταῖς χερσὶ ψέλλια».

Greek Monolingual

(I)
λυγαῖος, -αία, -ον (Α) λύγη
1. σκοτεινός, σκούρος, σκιερός, σκιώδηςὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ», Σοφ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λυγαία
ονομασία μιας πόας.
επίρρ...
λυγαίως (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, λεληθότως».
(II)
ο
ζωολ. γένος ετερόπτερων εντόμων της οικογένειας lygaeidae.

Greek Monotonic

λῡγαῖος: -α, -ον (λύγη), σκιώδης, σκιερός, σκοτεινός, σε Ευρ.

Middle Liddell

λῡγαῖος, η, ον λύγη
shadowy, murky, gloomy, Eur.

English (Woodhouse)

dark, gloomy, without light

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

[ῡ], dunkel, finster, wie ἠλυγαῖος; νυκτὸς ὄμμα λυγαίας Eur. I.T. 110, νέφος Her. 855, wie Soph. frg. 471; νύχθ' ὑπὸ λυγαίην Ap.Rh. 2.1120; εἱρκτή Lycophr. 351, vgl. 973.
• Adv. λυγαίως erkl. die VLL σκοτεινῶς und λεληθότως.