μηδαμός

From LSJ
Revision as of 18:23, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμός Medium diacritics: μηδαμός Low diacritics: μηδαμός Capitals: ΜΗΔΑΜΟΣ
Transliteration A: mēdamós Transliteration B: mēdamos Transliteration C: midamos Beta Code: mhdamo/s

English (LSJ)

ή, όν, for μηδὲ ἁμός, not even one, i.e. not any one, no one, only in plural μηδαμοί, none, Hdt.1.143, 144, 2.91, etc.: for neut. pl. v. μηδαμά.

German (Pape)

[Seite 169] ή, όν, statt μηδὲ ἀμός, ouch nicht Einer, Her., nur im plur., 1, 143. 2, 91. 4, 1368vgl. oben μηδαμῆ).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
aucun, nul.
Étymologie: μηδέ, ἀμός.

Russian (Dvoretsky)

μηδᾰμός: (только pl.) ни один, никакой, никто: μηδαμοῖσι ἄλλοισι Ἰώνων Her. никому из прочих ионян; μηδαμοὺς τῶν Δωριέων Her. никого из дорян.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμός: ἢ, ὅν, ἀντὶ μηδὲ ἁμός, μηδὲ εἷς, «κανείς», ὡς τὸ μηδείς, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. μηδαμοί, καὶ μόνον παρ’ Ἴωσιν, ὡς Ἡρόδ. 1. 143, 144, κτλ.· πρβλ. οὐδαμός.

Greek Monolingual

μηδαμός, -ή, -όν (Α)
(ιων. τ. μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («ἐβουλεύσαντο δὲ αὐτοῦ μεταδοῦν αι μηδαμοῖσι ἄλλοισι Ἰώνων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. <μηδέ + ἁμός, δωρ. τ. του ἐμός (πρβλ. ουδαμός)].

Greek Monotonic

μηδαμός: -ή, -όν αντί μηδὲ ἀμός, μόνο στον πληθ. μηδαμοί (στους Ίων. συγγραφείς), κανένας, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

μηδᾰμός, ή, όν
for μηδὲ ἀμός, only in plural μηδαμοί (in ionic writers), none, Hdt.