νυκτιφρούρητος

From LSJ
Revision as of 17:12, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐφρούρητος Medium diacritics: νυκτιφρούρητος Low diacritics: νυκτιφρούρητος Capitals: ΝΥΚΤΙΦΡΟΥΡΗΤΟΣ
Transliteration A: nyktiphroúrētos Transliteration B: nyktiphrourētos Transliteration C: nyktifroyritos Beta Code: nuktifrou/rhtos

English (LSJ)

ον, watching by night, θράσος A.Pr.861.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait bonne garde la nuit.
Étymologie: νύξ, φρουρέω.

Russian (Dvoretsky)

νυκτιφρούρητος: несущий ночную стражу (θράσος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτιφρούρητος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς φρουρῶν, φυλάττων, θράσος Αἰσχύλ. Πρ. 862.

Greek Monolingual

νυκτιφρούρητος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη νύχτα («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φρουρῶ).

Greek Monotonic

νυκτιφρούρητος: -ον, αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νυκτι-φρούρητος, ον,
watching by night, Aesch.

English (Woodhouse)

protected by night

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

des Nachts bewachend, θράσος, Aesch. Prom. 863.