νυκτερευτικός

From LSJ
Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερευτικός Medium diacritics: νυκτερευτικός Low diacritics: νυκτερευτικός Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nyktereutikós Transliteration B: nyktereutikos Transliteration C: nyktereftikos Beta Code: nuktereutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fit for hunting by night, κύνες X.Mem.3.11.8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à chasser la nuit.
Étymologie: νυκτερεύω.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερευτικός: пригодный для ночной охоты (κύων Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, κύων Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8.

Greek Monolingual

νυκτερευτικός, -ή, -όν (Α) νυκτερεύω
κατάλληλος για νυχτερινό κυνήγι («νυκτερευτικοὶ κύνες, Ξεν.).

Greek Monotonic

νυκτερευτικός: -ή, -όν, κατάλληλος για κυνήγι τη νύχτα, σε Ξεν.

Middle Liddell

νυκτερευτικός, ή, όν
fit for hunting by night, Xen.

German (Pape)

zu nächtlichen Verrichtungen, bes. zu Jagden bei Nacht geschickt, κύνες, Xen. Mem. 3.11.8.