παραθήγω

From LSJ
Revision as of 15:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθήγω Medium diacritics: παραθήγω Low diacritics: παραθήγω Capitals: ΠΑΡΑΘΗΓΩ
Transliteration A: parathḗgō Transliteration B: parathēgō Transliteration C: parathigo Beta Code: paraqh/gw

English (LSJ)

A whet, sharpen upon, ἐγχειριδίου… ἀκόνῃ… παραθηγομένου Hermipp.46 (anap.). 2 metaph., exasperate, provoke, τὰς ὀργάς τινων (v.l. τισι) D.H.8.57; παρατέθηκται ἐξ ἐπιστολῆς Ph.2.575, cf. 543; τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν π. incite, Plu.2.1145f.

German (Pape)

[Seite 479] (woran) wetzen, schärfen; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33; πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι, Luc. Navig. 9; – übertr., wozu anreizen, ermuntern, ὁ τὰς ὀργὰς αὐτοῖς παραθήξας, D. Hal. 8, 57; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

aiguiser ; fig. exciter.
Étymologie: παρά, θήγω.

Russian (Dvoretsky)

παραθήγω:
1 острить, точить (ἐγχειρίδιον ἀκόνῃ Plut.);
2 обтачивать, подмывать (πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι Luc.);
3 возбуждать (τὴν ψυχὴν μέλεσι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παραθήγω: μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, ὀξύνω, ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., ἐξερεθίζω, διεγείρω, τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. διεγείρω, ερεθίζω
2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.)
αρχ.
ακονίζω κάτι με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θήγω «ακονίζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-θήγω wetten, scherp maken; overdr.:; οἱ πόνοι... σε παραθήγοντες de inspanningen die je scherp maken Luc. 22.23; med.: παραθηγόμενοι τὰς ψυχάς zich geestelijk scherp makend Luc. 37.23.