σπινθηρίζω
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
English (LSJ)
A emit sparks, Thphr.HP3.8.7. II cause the emission of sparks, Id.Sign.19, Plu.2.893d.
German (Pape)
[Seite 922] Funken von sich geben, sprühen; Pherecrat. bei B. A. 361; Plut. plac. phil. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
faire jaillir des étincelles.
Étymologie: σπινθήρ.
Russian (Dvoretsky)
σπινθηρίζω: вызывать искры Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σπινθηρίζω: ἐκπέμπω σπινθῆρας, σπιθοβολῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7, π. Σημ. Ὑδάτ. 1. 19· οὕτω σπινθηριάω, Θεόδ. Πρόδρ.· σπινθηρακίζω, Νικήτ. Χρον. 17D. ΙΙ. προξενῶ τὴν ἐκπομπὴν σπινθήρων, Πλούτ. 2. 893C.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σπινθήρ(ας)]
1. εκπέμπω σπινθήρες, σπινθηροβολώ
2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ
νεοελλ.
1. (για κρασί) σπιθίζω
2. φρ. «σπινθηρίζον πνεύμα» — πνεύμα που εκπέμπει σπινθήρες ευφυΐας, που πετάει σπίθες, πολύ έξυπνο και εφευρετικό
αρχ.
προκαλώ την εκπομπή σπινθήρων, κάνω κάτι να σπιθοβολεί.