φολιδωτός
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
ή, όν, clad in scales, of reptiles, opp. λεπιδωτός (of fishes), Arist.PA692b11, cf. HA490b24, al.; also of the signs Scorpio and Pisces, Heph.Astr.1.1; θώραξ φ. a coat of mail of small metal plates overlapping one another, scale-armour, Posidipp.26.8, Arr.Tact.3.5 (pl.); φ. χιτών Hld.9.15, v.l. for στολιδ- in X.Cyr.6.4.2; φ. φιάλη ornamented with a pattern of scales, Inscr.Délos1414aii 20, cf. 1416 Ai 100 (ii B. C.); παροψίδες, ὀξύβαφα, BGU781 i6, ii14 (i A. D.); also of the catkins of the filbert, μόρια φ. imbricated, Thphr.HP3.5.6.
German (Pape)
[Seite 1297] 1) geschuppt, gepanzert; von Schlangen, Eidechsen, Schildkröten, Arist. H. A. 1, 6. 8, 4; δέρμα κροκοδείλου D. Sic. 1, 35; – θώραξ φολιδωτός, ein Schuppenpanzer, aus kleinen, über einander liegenden Metallplatten schuppenartig gearbeitet, Posidipp. bei Ath. 376 f, Luc. V. H. 1, 14 u. A.; χιτών Heliod. 9, 15; vgl. Virg. Aen. 11, 771. – 2) Gefleckt, getigert.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 couvert d'écailles;
2 disposé ou plaqué en forme d'écailles.
Étymologie: φολίς.
Russian (Dvoretsky)
φολῐδωτός:
1 покрытый чешуей, чешуйчатый (τὸ τῶν ὄφεων γένος Arst.; δέρμα κροκοδείλου Diod.);
2 имеющий вид чешуи (θώραξ Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
φολῐδωτός: -ή, -όν, ἢ ός, όν, ἴδε Ἰακώψ, εἰς Φιλόστρ. 793· ― ὁ ἔχων φολίδας ἐπὶ τοῦ δέρματος, ἐπὶ ἑρπετῶν, τὸ δὲ λεπιδωτός, λέγεται ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 4., 2. 17, 18., 8. 4, 1, κ. ἀλλ.· θώραξ φ., κατεσκευασμένος ἐκ μικρῶν μεταλλικῶν φολίδων ὧν ἑκάστη ἐπίκειται τῆς ἑτέρας, ὅστις ἂν θώρακ’ ἔχῃ φολιδωτὸν Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 8· διάφ. γραφ. ἀντὶ στολιδ- ἐν Ξεν. Κυρ. 6. 4, 2· πρβλ. pellis ahenis in plu??m squamis conser?, Οὐεργ. Αἰν. 11. 771.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φολιδωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α φολιδοῦμαι
1. (κυρίως για ερπετό) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο δέρμα του (α. «το δέρμα του φιδιού είναι φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ δέρμα φολιδωτόν ἐστι», Διόδ.)
2. (για πράγμ.) καλυμμένος με μικρές μεταλλικές πλάκες τη μία κοντά στην άλλη (α. «ο θώρακας τών ιπποτών του Μεσαίωνα ήταν φολιδωτός» β. «ὅστις ἄν θώρακ' ἔχῃ φολιδωτόν», Ποσείδ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φολιδωτά
ζωολ. α) άλλη ονομασία τών λεπιδωτών ερπετών
β) τάξη θηλαστικών της Αφρικής που περιλαμβάνει τους παγκολίνους.