ἀμόργινος

From LSJ
Revision as of 11:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρίαbane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόργινος Medium diacritics: ἀμόργινος Low diacritics: αμόργινος Capitals: ΑΜΟΡΓΙΝΟΣ
Transliteration A: amórginos Transliteration B: amorginos Transliteration C: amorginos Beta Code: a)mo/rginos

English (LSJ)

ον, made of ἀμοργίς, χιτώνια Ar.Lys.150, Pl.Ep.363a; χιτών Antiph.153, IG2.754.10; κάλυμμα Clearch.25; τὰ ἀ. (sc. ἱμάτια) Eup.241, Aeschin.1.97:—also expl. as pr. n., made in Amorgos, Poll.7.74; or purple, St.Byz. s.v. Ἀμοργός, EM129.15, cf. 86.16, Sch.Ar.Lys.150.

Spanish (DGE)

(ἀμόργῐνος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
hecho de fibra de malva χιτώνια Ar.Lys.150, Pl.Ep.363a, χιτών Antiph.153, IG 22.1514.10 (IV a.C.), Poll.7.74, κάλυμμα Clearch.19, ἐσθήματα D.C.Epit.9.17.2, cf. Moer.44
tb. interpretado como hecho en Amorgos Sch.Ar.Lys.150
o de color de púrpura, EM 129.17G, cf. St.Byz.s.u. Ἀμοργός, Sch.Ar.Lys.150
subst. τὰ ἀ. tela de fibra de malva Eup.241, Aeschin.1.97, Poll.7.74.

German (Pape)

[Seite 127] χιτώνιον Ar. Lys. 150; χιτών Antiphan Poll. 7, 57; τὰ ἀμ., kostbare Kleider, entweder von seinem Flachs, oder purpurne (πορφυροβαφῆ B. A. 204), Aesch. 1, 97. Bei Plat. Ep. XIII, 363 a dem σικελικὰ λίνα entgegengesetzt (also baumwollen?).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lin fin ou de pourpre, ou p.ê. de l'île d'Amorgos, une des Sporades.
Étymologie: ἀμόργη ou Ἄμοργος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμόργῐνος: (ᾰ) сотканный из аморгосского льна (χιτώνια Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόργῐνος: -ον, ἐπίθ. ἐπὶ πολυτελῶν ἐνδυμάτων καὶ ὑφασμάτων, κατεσκευασμένων ἐξ ἀμοργίδος, ἤτοι λίνου ἐξ Ἀμοργοῦ, χιτώνια Ἀριστοφ. Λυσ. 150 (περιγραφόμενα ὡς διαφανῆ, αὐτόθι 48)· χιτὼν Ἀντιφάν. ἐν «Μηδείᾳ» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 12· κάλυμμα Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ἀμόργινα (ἐνν. ἱμάτια) Αἰσχίν. 14. 3, πρβλ. Βοίκχ. Π. Οἰ. 1. 141.

Greek Monolingual

ἀμόργινος, -ον (Α) ἀμοργίς
1. ο κατασκευασμένος από λινάρι της Αμοργού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀμόργινα
βαρύτιμα λεπτά ενδύματα ή λεπτά νήματα βαμμένα με πορφύρα.

Greek Monotonic

ἀμόργῐνος: -ον, φτιαγμένος από αμοργινό λινάρι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from ἀμοργίς
made of Amorgian flax, Ar.