ἀναστολή
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
English (LSJ)
ἡ,
A putting back, τῆς κόμης Plu.Pomp.2.
2 opening up of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.60.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 vestidura de ángeles, Eus.M.24.605B.
2 apertura, operación de una fístula, Heliod. en Orib.44.20.60.
3 acción de echar atrás ἦν δέ τις καὶ ἀ. τῆς κόμης ἀτρέμα tenía el pelo ligeramente recogido hacia atrás Plu.Pomp.2
•represión, sujeción τῆς εὐεπιφορίας τῶν παθῶν Clem.Al.Strom.2.23.147, cf. Eus.PE 6.6.18.
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, das Zurückwerfen, κόμης Plut. Pomp. 2.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de relever (sa chevelure).
Étymologie: ἀναστέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστολή: ἡ откидывание назад (τῆς κόμης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστολή: ἡ, (ἀναστέλλω) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ ὀπίσω, Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ ἀπογύμνωσις ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) καταστολή, περιορισμός, παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.
Greek Monolingual
η (Α ἀναστολή) αναστέλλω
νεοελλ.
1. δισταγμός, συγκράτηση
2. διακοπή, σταμάτημα
3. αναβολή, παράταση προθεσμίας
αρχ.
1. έλξη προς τα πίσω
2. περιορισμός, αναχαίτιση.
Greek Monotonic
ἀναστολή: ἡ (ἀναστέλλω), ρίξιμο προς τα πίσω, τῆς κόμης, σε Πλούτ.