ἀσκητός
English (LSJ)
ή, όν, A curiously wrought, νῆμα Od.4.134; λέχος 23.189; χρίματα Xenoph.3.6; εἵματα Theoc.24.140; adorned, decked, πέπλῳ with... Id.1.33, cf. AP6.219.3 (Antip.). Adv. -τῶς prob.l. in Simon.157. 2 to be got or reached by practice, οὐ διδακτὸν ἀλλ' ἀ., of virtue, Pl.Men. 70a, cf. X.Mem.1.2.23; μαθητὸν ἢ ἐθιστὸν ἢ καὶ ἄλλως πως ἀ. Arist.EN 1099b10. II of persons, exercised, practised in a thing, Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon. l. c. (codd. D.L.); ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plu.Lyc. 30.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1artísticamente elaborado, bien trabajado λέχος Od.23.189, νῆμα Od.4.134, Nonn.D.15.181, πῖλος Hes.Op.546, στάμων AP 6.160 (Antip.Sid.), εἵματα Theoc.24.140
•muy elaborado, refinado ἀσκητοῖσ' ὀδμὴν χρίμασι δευόμενοι Xenoph.B 3.6
•hecho artificialmente op. συμφυής: προκομία τε αὐτῶν (πιθήκων) Ael.NA 16.10.
2 c. dat. adornado con de pers. γυνὰ ... ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι Theoc.1.33, de un eunuco τις ... ἀ. εὐσπείροισι κορύμβοις AP 6.219.3 (Antip.Sid.)
•de cosas ἀσκητὸν χρυσῷ ... κέρας un cuerno incrustado de oro, AP 6.332.4 (Adrian.)
•fig. muy experto, ejercitado en c. dat. Ἀθηναίης παλάμῃσιν Simon.114.3D.
•abs. entrenado ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plu.Lyc.30.
II de abstr. que se puede obtener por la práctica ἀρετή Pl.Men.70a, cf. X.Mem.1.2.23, Arist.EN 1099b10.
German (Pape)
[Seite 371] künstlich gearbeitet, Hom. νῆμα Od. 4, 134; λέχος 23, 189; ἀσκητὴ πέπλῳ, geschmückt, Theocr. 1, 33; durch Uebung zu erlangen, οὐ διδακτόν, Plat. Mem. 70 a; Xen. Mem. 1, 2, 23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 travaillé avec art ; paré, orné de, τινι;
2 exercé (dans un art);
3 qu’on peut acquérir par l'exercice.
Étymologie: ἀσκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκητός:
1 искусно сделанный (λέχος Hom.; εἵματα Theocr.);
2 украшенный, одетый (πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι Theocr.);
3 опытный, сведущий (ἀνὴρ ἀ. καὶ σοφός Plut.);
4 достигаемый упражнением, усваиваемый практически (τὰ καλὰ καὶ τὰ ἀγαθά Xen.; οὐ διδακτός, ἀλλ᾽ ἀ. Plat.; μαθητὸς ἢ ἀ. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκητός: -ή, -όν, ὁ φιλοκάλως καὶ ἐπιμελῶς παρεσκευασμένος, κατεσκευασμένος, νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον Ὀδ. Δ. 134· ἐν λέχει ἀσκητῷ Ψ. 189· ἀσκητοῖς ὀδμήν χρίμασι δευόμενοι Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β 3, 6· εἵματα δ’ οὐκ ἀσκητὰ μέσας ὑπὲρ ἕννυτο κνήμας Θεόκρ. 24. 140: κεκοσμημένος, ἔντοσθεν δὲ γυνά τι… τέτυκται, ἀσκητὰ πέπλῳ τε καὶ ἄμπυκι ὁ αὐτ. 1. 33. 2) ὅν δύναταί τις νὰ προκτήσηται διὰ τῆς ἀσκήσεως, οὐ διδακτόν, ἀλλ’ ἀσκ. περὶ τῆς ἀρετῆς, Πλάτ. Μένων 70Α, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 23· μαθητὸν ἤ ἐθιστὸν ἤ ἄλλως πως ἀσκητὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., γεγυμνασμένος, ἐξησκημένος εἴς τι, τινὶ Σιμων. 215, πρβλ. Πλουτ. Λυκ. 30.
English (Autenrieth)
(ἀσκέω): finely or curiously wrought, Od. 23.189 ; νῆμα, ‘fine-spun,’ Od. 4.134.
Greek Monolingual
ἀσκητός, -ή, -όν (Α) ασκώ
1. ο περίτεχνος, αυτός που έχει κατασκευαστεί με δεξιοτεχνία
2. ο στολισμένος
3. αυτός που επιτυγχάνεται με την εξάσκηση
4. ο γυμνασμένος, όποιος έχει εξασκηθεί σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀσκητός: -ή, -όν (ἀσκέω),
I. 1. κατεργασμένος, ψιλοδουλεμένος, σε Ομήρ. Οδ.· ο διακοσμημένος, πέπλῳ, με ένδυμα, πέπλο, σε Θεόκρ.
2. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί με άσκηση, σε Πλάτ., Ξεν.
II. λέγεται για πρόσωπα, εκπαιδευμένος, εξασκημένος σ' ένα πράγμα, με δοτ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀσκέω
I. curiously wrought, Od.: adorned, πέπλωι with a robe, Theocr.
2. to be acquired by practice, Plat., Xen.
II. of persons, practised in a thing, c. dat., Plut.