ἀχρηστία

From LSJ
Revision as of 17:50, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρηστία Medium diacritics: ἀχρηστία Low diacritics: αχρηστία Capitals: ΑΧΡΗΣΤΙΑ
Transliteration A: achrēstía Transliteration B: achrēstia Transliteration C: achristia Beta Code: a)xrhsti/a

English (LSJ)

Ion. ἀχρηστίη, ἡ, A uselessness, unfitness, Hp.Praec. 9, Pl.R.489b, AP15.38 (Comet.), Them.Or.26.326a. II non-usance of a thing, Pl.R.333d, Plu.2.135c.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Praec.9
1 inutilidad, ineptitud τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι Pl.R.489b, ἡγεύμεθα γὰρ ἀχρηστίην Hp.l.c., cf. Plu.2.1130e, Them.Or.26.326a, AP 15.38 (Comet.)
c. gen. ἀ. τῶν ὅπλων ineficacia de las armas Phld.Sto.16.1, τῶν ποδῶν Sud.
2 el hecho de no usar algo καὶ περὶ τἆλλα δὴ πάντα ἡ δικαιοσύνη ἑκάστου ἐν μὲν χρήσει ἄχρηστος, ἐν δὲ ἀχρηστίᾳ χρήσιμος; ¿y así, respecto de todas las demás cosas, la justicia es inútil en el uso y útil cuando no se usa? Pl.R.333d, ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος Plu.2.135b.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Unbrauchbarkeit, Plat. Rep. VI, 48) b; Nichtgebrauch, I, 333 d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le fait de ne pas se servir d'une chose.
Étymologie: ἄχρηστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀχρηστία:
1 ненужная вещь или помеха (ῥύπτειν τι ὡς ἀχρηστίαν Anth.);
2 бесполезность или неиспользуемость (τῆς ἀχρηστίας τοὺς μή χρωμένους αἰτιᾶσθαι Plat.);
3 праздность, безделье (ἀ. καὶ ἡσυχία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρηστία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἄχρηστος, Ἱππ. 27. 49, Πλάτ. Πολ. 489Β. ΙΙ. τὸ νὰ μὴ μεταχειρίζηταί τις πρᾶγμά τι, αὐτόθι 333D.

Greek Monolingual

η (AM ἀχρηστία) άχρηστος
το να είναι κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση
νεοελλ.
η αχρήστευση.

Greek Monotonic

ἀχρηστία: ἡ,
I. αχρηστία, ματαιότητα, σε Πλάτ.
II. αχρηστία ενός πράγματος, στον ίδ.

Middle Liddell

ἄχρηστος
I. uselessness, Plat.
II. the non-usance of a thing, Plat.

English (Woodhouse)

uselessness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)