ἁλιπόρος

From LSJ
Revision as of 15:41, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιπόρος Medium diacritics: ἁλιπόρος Low diacritics: αλιπόρος Capitals: ΑΛΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: halipóros Transliteration B: haliporos Transliteration C: aliporos Beta Code: a(lipo/ros

English (LSJ)

ον, through which the sea flows, διασφάξ Luc.Trag.24.

Spanish (DGE)

(ἁλῐπόρος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que surca el mar de las naves Lyr.Alex.Adesp.36.2.
2 por donde pasa el mar, διασφάξ Luc.Trag.24.

German (Pape)

[Seite 97] durchs Meer gehend, Luc. Tragodop. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui voyage par mer.
Étymologie: ἅλς¹, πείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιπόρος: идущий через море (διασφάξ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιπόρος: -ον, ὁ διὰ μέσον τοῦ ὁποίου ἡ θάλασσα ῥέει, διασφάξ, Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 24.

Greek Monolingual

ἁλιπόρος, -ον (Α)
αυτός μέσα από τον οποίο ρέει η θάλασσα ή που διαπερνά τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -πόρος < πείρω «διαπερνώ, διασχίζω»].

Greek Monotonic

ἁλιπόρος: -ον (ἅλς, πείρω), αυτός μέσω του οποίου ρέει η θάλασσα, σε Λουκ.

Middle Liddell

[ἅλς, πείρω
through which the sea flows, Luc.