ἐξαυγής

From LSJ
Revision as of 16:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυγής Medium diacritics: ἐξαυγής Low diacritics: εξαυγής Capitals: ΕΞΑΥΓΗΣ
Transliteration A: exaugḗs Transliteration B: exaugēs Transliteration C: eksavgis Beta Code: e)caugh/s

English (LSJ)

ές, (αὐγή) dazzling white, in Comp., χιόνος E.Rh.304.

Spanish (DGE)

-ές
brillante, resplandeciente πῶλοι ... χιόνος ἐξαυγέστεροι E.Rh.304.

German (Pape)

[Seite 874] ές, hell glänzend; πώλων χιόνος ἐξαυγεστέρων Eur. Rhes. 304.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
]éclatant.
Étymologie: ἐξ, αὐγή.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυγής: сияющий, блистающий (χιών Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυγής: -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, κατάλευκος, πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.

Greek Monolingual

ἐξαυγής, -ές (Α) αυγή
λαμπερός, κατάλευκος («πώλων... χιόνος ἐξαυγενεστέρων», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που λάμπει από λευκότητα, ολόλευκος, πάλλευκος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐξ-αυγής, ές adj αὐγή
dazzling white, Eur.