ἐπανάκειμαι

From LSJ
Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανάκειμαι Medium diacritics: ἐπανάκειμαι Low diacritics: επανάκειμαι Capitals: ΕΠΑΝΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: epanákeimai Transliteration B: epanakeimai Transliteration C: epanakeimai Beta Code: e)pana/keimai

English (LSJ)

A to be imposed upon as punishment, τινί X.Cyr.3.3.52.
II to be superadded, κακὸν κακῷ -κείμενον Numen. ap.Eus.PE14.8.
2 to be entered as well in a register, Stud.Pal. 1.62.33 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 900] (s. κεῖμαι), darauf gesetzt sein als Strafe, Xen. Cyr. 3, 3, 52.

French (Bailly abrégé)

être exposé ou réservé à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀνάκειμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανάκειμαι: предназначаться, быть уготованным (τοῖς κακοῖς ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανάκειμαι: ἐπίκειμαι, εἶμαι ἐπιτεθειμένος ἐπί τινος, τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52.

Greek Monolingual

ἐπανάκειμαι (Α) κείμαι
1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.)
2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος
3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον.

Greek Monotonic

ἐπανάκειμαι: Παθ., επίκειμαι, επιβάλλομαι ως τιμωρία σε κάποιον, τινι, σε Ξεν.

Middle Liddell


Pass. to be imposed upon as punishment, τινι Xen.