ὕφος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό, A = ὑφή, web, Pherecr.243, Eub.67.5 ( = 84.4, cf. ὑμήν), Str.10.1.6, Plu.2.396b; ἐριοῦν ὕ. Dsc.1.19; of a spider, Id.2.63; of a net, AP9.370 (Tib. Ill.). 2 metaph., τὸ τῶν λόγων ὕ. Longin.1.4, cf. Hermog. Inv.3.13; τὰς ποιήσεις οἷον ὕφη Phld.Po.5.11; of the text of an author, Gal.17(1).80; τὸ φυσικὸν ὕ. τοῦ ἀριθμοῦ the natural series of numbers, Nicom.Ar.1.9.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 tissu ; particul. toile d’araignée ; filet;
2 texte d'un ouvrage.
Étymologie: ὑφαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὕφος: εος (ῠ) τό
1) ткань Plut.;
2) сеть Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὕφος: [ῠ], εος, τό, ὡς τὸ ὑφή, ὕφασμα, Φερεκράτ. ἐν Ἀδηλ. 59 (ἔνθα ἴδε Meineke), ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν ἑστώσας, οἵας Ἠριδανὸς ἁγνοῖς ὕδασι κηπεύει κόρας Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1, (πρβλ. ὑμήν), Στράβ. 446, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ ἀράχνης, Διοσκ. 2. 68· ― ἐπὶ δικτύου, Ἀνθ. Π. 9. 370. 2) μεταφορ., τὸ ὕφος τῶν λόγων Λογγῖνος 1. 4, πρβλ. Ρήτορας (Walz) τ. 3, 137· ― ἐπὶ τοῦ κειμένου συγγραφέως, Γαλην. τ. 9, σ. 250· τὸ σῶμα καὶ τὸ ὕφος τῆς προφητείας Κλήμ. Ἀλ. 891.