ευφραίνω
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐφραίνω, Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) εύφρων
1. δημιουργώ, προξενώ σε κάποιον ευφροσύνη, χαροποιώ, καλοκαρδίζω (α. «με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ.
β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», Ομ. Οδ.)
2. και μέσ. ευφραίνομαι
αισθάνομαι ευφροσύνη, γεμίζω χαρά (α. «απ' την άνοιξη, που εγύρισε, ουρανός και γης ευφράνθη», Σολωμ.
β. «ἔχαιρεν εὐφραινόμενος ὥσπερ ἐν παραδείσῳ», Διγεν. Ακρ.
γ. «αὐτή τε εὐφρανέαι καὶ τὰ ἐντεταλμένα ποιήσεις», Ηρόδ.)
μσν.
ευχαριστιέμαι, χαίρομαι («μόλις εἶδον πίνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῖστον καὶ δράξας εἰς τὰς χεῖράς μου ηὔφρανε ἡ καρδία μου», Πρόδρ.).
Spanish
Translations
gladden
Azerbaijani: sevindirmək; Bulgarian: радвам, развеселявам; Chinese Mandarin: 使高興/使高兴, 使喜悅/使喜悦, 使喜悦; Finnish: ilahduttaa; French: réjouir; German: freuen, erfreuen; Greek: χαροποιώ, ευφραίνω; Ancient Greek: εὐφραίνω, ἐϋφραίνω, ἱλαροποιέω, ἱλαροποιῶ, ἱλαρόω, ἱλαρῶ, καθιλαρύνω, σαίνω, τέρπω; Ido: joyigar; Italian: rallegrare; Japanese: 喜ばせる, 楽しませる; Latin: hilaro, laetifico; Maori: whakahari; Romanian: bucura, îmbucura; Russian: радовать, обрадовать, веселить, развеселить; Sanskrit: प्रीणाति; Serbo-Croatian: razvesèliti, развесѐлити; Spanish: alborozar; Swedish: glädja