μεῖστος

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεῖστος Medium diacritics: μεῖστος Low diacritics: μείστος Capitals: ΜΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: meîstos Transliteration B: meistos Transliteration C: meistos Beta Code: mei=stos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of μείων, least, Hsch., EM676.14, Eust.134.45, Sch.Ar.Pl.627: neut. as adverb, μεῖστον at least, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.). (From μέy-ιστος.)

German (Pape)

[Seite 117] p. superl. zu μείων, Bion. 5, 10; Hesych. erkl. μεῖστον durch ἐλάχιστον.

French (Bailly abrégé)

v. μικρός.

Greek (Liddell-Scott)

μεῖστος: -η, -ον, ὑπερθετ. τοῦ μείων, ἐλάχιστος Βίων 5. 10.

Greek Monolingual

μεῖστος, -η, -ον (ΑM)
1. ελάχιστος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῖστον
τουλάχιστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του μείων (πρβλ. πλείστος)].

Greek Monotonic

μεῖστος: -η, -ον, υπερθ. του μείων, ο απολύτως μικρότερος, λιγότερος, σε Βίωνα.

Middle Liddell

μεῖστος, η, ον [Sup. of μείων
most, Bion.