νήχομαι

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

νήχομαι και σπαν. το ενεργ. νήχω και δωρ. τ. νάχω)
κολυμπώ, πλέω στο νερό
αρχ.
(η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νηχόμενα
τα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήχω εμφανίζει ενεστ. επίθημα -χω (πρβλ. ψήχω, τρύχω, σμήχω), που δηλώνει εμφατικά το τέλος της πράξης εκφράζοντας έτσι το ποιόν ενέργειας του ρ. νέω «κολυμπώ» και συνδέεται με αρχ. ινδ. snāti «περιβρέχομαι», λατ. nāre «κολυμπώ», αρχ. ιλρδ. snām «κολυμπώ» κ.λπ. Η αναγωγή του ρ. σε ΙΕ ρίζα snā- «ρέω, υγρασία» και η σύνδεση του με το ρ. νάω «ρέω» δεν θεωρείται πιθανή (βλ. και λ. νέω[Ι])].

Mantoulidis Etymological

(=κολυμπῶ). Ἔχει σχέση μέ τό νάω (=ρέω) καί μέ τό νέω (2. =κολυμπῶ).
Παράγωγα: νηκτήρ νήκτης νήκτωρ (=κολυμβητής), νηκτρίς (θηλ.), νηκτός, νηκτικός, νῆσσα (=πάπια).