φασίολος
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ὁ, = φάσηλος 1, Poll.1.247, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: φασίωλος Edict.Diocl.1.21 (Aeg.); πασίολος ib.6.33: φασιούλυος Hippiatr.130,134.
German (Pape)
[Seite 1258] ὁ, = φάσηλος, Ath. II, 56 a.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰσίολος: ὁ, = φάσηλος, ὅ ἴδε.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φασήολος και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και φάσουλος Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης φαβώδη, καθώς και λόγια ονομασία της φασολιάς και του καρπού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phaseolus / phassiolus, υποκορ. του λατ. phasēlus < φάσηλος.