παρεκλείπω
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
A leave out, Aristid.1.171 J. II run short; c. acc., fail, π. αὐτοὺς τὰ βρώματα v.l. in LXX Ju.11.12.
German (Pape)
[Seite 513] (s. λείπω), aus- u. vorbeilassen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκλείπω: παραλείπω, καὶ γὰρ εἰσὶ (πράξεις) ἃς παρεξέλιπον Ἀριστείδ. 1. 171. ΙΙ. ἐκλείπω, ἐπεὶ παρεξέλιπον αὐτοὺς τὰ βρώματα αὐτῶν Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΑ΄, 12).
Greek Monolingual
Α
1. παραλείπω, παρέρχομαι, παρατρέχω
2. λείπω, απολείπω, εκλείπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκλείπω «παραλείπω, εγκαταλείπω»].