ὡραΐζω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
Att. contr. ὡρᾴζω, (ὡραῖος) A beautify, adorn, Aristid. Quint.2.6:—but II mostly Pass., bloom with youthful beauty, Cratin.272; αἱ παρειαὶ ὡ. Callistr.Stat.6; ἐν τρισὶν ὡραΐσθην LXX Si. 25.1; ἐν κάλλει Aristaenet.2.10; ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι tricked out, Luc.Am.38:—so intr. in Act., ὡρᾴζων ἡλικίᾳ IG12(7).53.7 (Amorgos, iii A. D.). 2 give oneself airs, behave affectedly, ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Eup.358; ὡς ὡραΐζεθ' (leg. ὡρᾴζεθ') ἡ τύχη πρὸς τοὺς βίους Men.855; Meineke restores ὡρᾴζεται (cod. Rav. ὁρείζεται) for ὁρίζεται in Ar.Ec.202. 3 Med., make display (of one's oratory), Chor.Zach.1.8.
German (Pape)
[Seite 1413] 1) schön machen, putzen, schmücken, – pass. schön sein, Aristaen. 2, 10, blühen. – 2) med. sich schmücken, gew. im tadelnden Sinne, sich zieren, Eupol. in B. A. 43, wo Mein. ὡρᾴζεται schreibt; Hel. 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρᾱΐζω: μέλλ. ΐσω, συνηρ. ὡρᾴζω, (ὥρα Β. ΙΙ), καλλύνω, κοσμῶ, καλλωπίζω, περικοσμῶ, Εὐμάθ. σ. 6, Ἀριστείδ. Κοϊντυλ. σ. 72· χάρισιν ὡράϊσε τιμίων λίθων Συλλ. Ἐπιγρ. 8792, πρβλ. 8686· - ἀλλὰ, ΙΙ. κατὰ τὸ πλείστον ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ., ἀκμάζω, ἀνθῶ, ἐκ νεανικοῦ κάλλους, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 1· αἱ παρειαὶ ὡρ. Καλλίστρ. 897· ἐν κάλλει Ἀρισταίν. 2. 102· ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι, ἐντέχνως κεκοσμημένη, ἔντεχνος, Λουκ. Ἔρωτες 38. 2) σεμνύνομαι, μεγαλύνομαι, ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 23· ὡς ὡραΐζεθ· ἡ τύχη πρὸς τοὺς βίους Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 291· ὅθεν ὁ Meineke διορθοῖ ὡρᾴζεται (Κῶδ. Ραβ. ὁρείζεται) ἀντὶ ὁρίζεται ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 202.
Greek Monolingual
ὡραΐζω, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. ᾡράζω Α ὡραῖος
κάνω κάτι ωραίο, καλλωπίζω, εξωραΐζω
μσν.-αρχ.
1. τιμώ
2. παθ. ὡραΐζομαι
α) (κυριολ. και μτφ.) στολίζομαι με τέχνη (α. «γυνὴ ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι», Λουκιαν.
β. «ἐγκρατείᾳ ὡραϊζόμενος», Μηναί.)
αρχ.
1. μέσ. (για ρήτορα) κάνω επίδειξη της ρητορικής μου
2. παθ. α) βρίσκομαι στην ακμή της νεανικής μου ομορφιάς («ὡραϊζομένη ἐν ζῶντι κάλλει», Αρισταίν.)
β) καυχώμαι, υπερηφανεύομαι.