προτελέω
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
A pay or expend beforehand, τι ἡμῖν X.An.7.7.25, cf. Ages.1.18; ἀφ' οὗ ἂν π. εἰς τὴν ἀφορμήν Id.Vect.3.9; τι πρὸς τὰς θυσίας Luc.Philops.14: lend, c. dat., Democr.255:—Pass., POxy.279.12 (i A.D.), etc. II initiate or instruct beforehand, Luc.Rh.Pr.14 (Pass.); ψυχὴ ὥσπερ ἐν ἱεροῖς -τελεῖται Aristid.1.97 J. III accomplish before, κάθαρσίν τινα Alciphr.2.4; τὰ -τετελεσμένα ἔργα Ph.Byz. Mir.4.5.
German (Pape)
[Seite 791] (s. τελέω), vorher zollen, zahlen; Xen. Ages. 1, 18, οὐδὲν προτελέσαντες οἱ φίλοι αὐτοῦ παμπληθῆ χρήματα ἔλαβον; vgl. Vect. 3, 10; vorher einweihen, einrichten, ἔδει προτελέσαι τι, Luc. Philops. 14; εἰ μὴ προετελέσθης, rhet. praec. 14; a. Sp. – Überh. anfangen, bes. den Unterricht, den Grund dazu legen, Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
payer d'avance ou auparavant : τινί τι qch à qqn.
Étymologie: πρό, τελέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-τελέω act. vooruit betalen, geld voorschieten. pass. ingewijd worden.
Russian (Dvoretsky)
προτελέω:
1 наперед платить, заранее выплачивать (τινί τι Xen.): οἱ μνᾶν προτελέσαντες Xen. уплатившие ранее одну мину; προτελέσαι τι πρός τι Luc. уплатить что-л. вперед за что-л.;
2 подготовлять, посвящать: προτελεσθῆναι τὰ πρὸ τῆς ῥητορικῆς Luc. быть посвященным в начала риторики.
Greek (Liddell-Scott)
προτελέω: μέλλ. -έσω, πληρώνω ὡς φόρον, καὶ καθόλου πληρώνω ἢ δαπανῶ ἐκ τῶν προτέρων, τινί τι Ξεν. Ἀνάβ. 7. 7, 25, πρβλ. Ἀγησ. 1, 18 ἔκ τινος πρ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 3. 9, Λουκ. Φιλοψ. 14· - πρβλ. προστελέω. ΙΙ. μυῶ ἢ διδάσκω πρότερον, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 14, ἐν τῷ Παθ. ΙΙΙ. ἐκτελῶ πρότερον, κάθαρσίν τινα Ἀλκίφρων 2. 4.
Spanish
Greek Monotonic
προτελέω: μέλ. -έσω,
I. πληρώνω ως φόρο αίματος ή φόρο υποτέλειας, και γενικά πληρώνω ή δαπανώ εκ των προτέρων, προκαταβάλλω, τί τινι, σε Ξεν.
II. μυώ αρχικά, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. έσω
I. to pay as toll or tribute, andgenerally to pay or expend beforehand, τί τινι Xen.
II. to initiate or instruct beforehand, Luc.
Léxico de magia
consagrar con anterioridad una capilla τελέσας αὐτὴν τὴν ναόν τῇ κατὰ πάντων τελετῇ <ἀπόθου>, καὶ ἔσται προτετελεσμένη tras consagrar la capilla con la consagración general, guárdala y quedará consagrada con anterioridad P VII 873