καταβαρύνω

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβᾰρύνω Medium diacritics: καταβαρύνω Low diacritics: καταβαρύνω Capitals: ΚΑΤΑΒΑΡΥΝΩ
Transliteration A: katabarýnō Transliteration B: katabarynō Transliteration C: katavaryno Beta Code: katabaru/nw

English (LSJ)

= καταβαρέω, Theophrastus Vert.9:—in Pass., LXX 2 Ki. 13.25, al.; of sleep, Ev.Marc.14.40: metaph., κ. τὸν βίον Antip. ap. Stob.4.22.25, cf. Corp.Herm.2.9 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1339] = καταβαρέω, LXX; τὸν βίον Antin. Stob. fl. 67, 25.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βαρύνω neerdrukken:. ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καταβαρυνόμενοι want hun ogen waren zwaar (van de slaap) NT Marc. 14.40.

Russian (Dvoretsky)

καταβᾰρύνω: обременять; pass. тяжелеть (от сна) (οἱ ὀφθαλμοὶ καταβαρυνόμενοι NT).

Greek Monolingual

και καταβαραίνωκαταβαρύνω)
(κυριολ. και μτφ.) καταβάλλω με το βάρος, καταπονώ, επιβαρύνω («η κυβέρνηση καταβάρυνε τον λαό με φορολογίες»)
νεοελλ.
1. υφίσταμαι υπερβολικό βάρος
2. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι πάρα πολύ βαρύς, βαραίνω υπερβολικά, παραβαραίνω
3. (για πρόσ.) γίνομαι δυσκίνητος, δύσκαμπτος
4. (για ασθενείς) παρουσιάζω μεγάλη επιδείνωση, πάω προς το χειρότερο.

Greek (Liddell-Scott)

καταβᾰρύνω: καταβαρέω, Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 9· μεταφ., κ. τὸν βίον Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 44, πρβλ. Ἑρμῆν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 404.

Chinese

原文音譯:barÚnw 巴呂挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)重
字義溯源:加重擔,累住,壓下悲傷,載重過多;源自 (βαρύς)=煩重的,而 (βαρύς)出自(βάρος)*=重量)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 累住(1) 路21:34

French (New Testament)

appesantir ; accabler
κατά, βαρύνω