terrible
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. δεινός, φοβερός. φρικώδης (Dem. 644), V. δύσχιμος, ἔμφοβος, σμερδνός.
With terrible looks: V. δεινώψ; see grim.
Spanish > Greek
ἀπροσήγορος, ἄπλητος, ἔμφοβος, ἄφρενος, δύσχιμος, Γοργόμματος, ἀπλησίαστος, ἔκθαμβος, ἐνυάλιος, ἀϊκής, ἄεπτος, ἀπρόφατος, ἀταρτηρός, ἀειδέλιος, δυσπλῆτις, ἔκπαγλος, δεινός, ἀπροσόρατος, ἀμειδής, ἀεκήλιος, ἀτυζηλός, αἴητος, δασπλής, δασπλῆτις, ἔκφρικτος, αἰνός, βριμός, ἔνδεινος