νηκουστέω
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
(νη-, ἀκούω) give no heed to, disobey, c. gen., οὐδ' Ἐνοσίχθων νηκούστησε θεᾶς Il.20.14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. poét. νηκούστησε;
ne pas écouter, désobéir à, gén..
Étymologie: νήκουστος.
German (Pape)
(νη-, ἀκούω), nicht hören, ungehorsam sein, νηκούστησε θεᾶς, Il. 20.14.
Russian (Dvoretsky)
νηκουστέω: не слушать(ся): οὐ νηκουστῆσαί τινος Hom. внять чьей-л. просьбе.
Greek (Liddell-Scott)
νηκουστέω: (νη-, ἀκούω) δὲν ἀκούω, δὲν προσέχω, παρακούω, μετὰ γενικ., οὐδ’ Ἐνοσίχθων νηκούστησε θεᾶς Ἰλ. Υ. 14.
English (Autenrieth)
(ἀκούω), aor. νηκούστησα: fail to hearken, disobey, w. gen., Il. 20.14†.
Greek Monotonic
νηκουστέω: (νη-, ἀκούω, ἀκουστός), δεν ακούω, δεν δίνω προσοχή, δείχνω ανυπακοή σε κάποιον, παρακούω· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
νη-κουστέω, [νη-, ἀκούω
not to hear, to give no heed to, disobey one, c. gen., Il.